Διάγνωση
Τα προλακτινώματα τυπικά διαγιγνώσκονται εξαιτίας των προβλημάτων που δημιουργούν τα υψηλά επίπεδα προλακτίνης, όπως υπογοναδισμό (μείωση των επιπέδων των σεξουαλικών ορμονών) και πρόσληψη βάρους. Επίπεδα προλακτίνης άνω των 150-200 ng/ml οφείλονται σχεδόν πάντα στην παρουσία προλακτινώματος. Πρέπει να σημειωθεί πάντως πως μέτρια αύξηση των επιπέδων προλακτίνης (30-200 ng/ml) μπορεί να οφείλεται και σε άλλες καταστάσεις όπως εγκυμοσύνη, στρες, υποθυρεοειδισμό, νεφρική ή ηπατική ανεπάρκεια καθώς και φάρμακα (π.χ. αλοπεριδόλη, αντικαταθλιπτικά, βεραπαμίλη). Αυξημένα επίπεδα προλακτίνης μπορεί να προκληθούν και από συμπίεση του μίσχου της υπόφυσης, από κάποιον άλλης φύσεως όγκο της υπόφυσης ή μη λειτουργικό αδένωμα ή άλλο όγκο του εγκεφάλου πέριξ του μίσχου π.χ. μηνιγγίωμα. Δηλαδή, άλλα αδενώματα της υπόφυσης, κρανιοφαρυγγιώματα, κύστεις θυλάκου Rathke και κάποιοι όγκοι του εγκεφάλου μπορούν επίσης να προκαλέσουν μέτρια αύξηση των επιπέδων προλακτίνης (40-150 ng/ml). Τα προλακτινώματα μπορούν συνήθως να απεικονιστούν σε μαγνητική τομογραφία υπόφυσης πριν και μετά την ενδοφλέβια έγχυση παραμαγνητικής ουσίας-γαδολινίου.
Στην περίπτωση μακροπρολακτινωμάτων, οι μεγάλοι αυτοί όγκοι εκτός από υπογοναδισμό, μπορεί να προκαλέσουν και άλλα συμπτώματα υποφυσιακής ανεπάρκειας, λόγω της συμπίεσης της υπόφυσης, όπως υποθυρεοειδισμό, συμπτώματα από την πτώση τιμών της κορτιζόλης, πονοκέφαλο ή απώλεια όρασης (από τη συμπίεση του οπτικού χιάσματος και των οπτικών νεύρων). Τέλος, όπως ήδη αναφέρθηκε, μερικά μεγάλα προλακτινώματα πρωτοδιαγιγνώσκονται μόνο όταν αιμορραγούν, καθώς έτσι αυξάνουν απότομα σε μέγεθος, κάτι που είναι γνωστό ως «υποφυσιακή αποπληξία».