Προλακτίνωμα

Τα προλακτινώματα είναι συνήθη αδενώματα της υπόφυσης τα οποία παράγουν σε υπέρμετρο βαθμό μία ορμόνη που λέγεται προλακτίνη.
  • Εισαγωγή
    Τα προλακτινώματα εκκρίνουν μία ορμόνη που λέγεται προλακτίνη και είναι τα πιο συχνά λειτουργικά/ ορμονοπαραγωγά αδενώματα της υπόφυσης. Τα φυσιολογικά επίπεδα προλακτίνης είναι συνήθως κάτω από 20-25 ng/ml. Γενικά η αύξηση των επιπέδων της προλακτίνης στο αίμα σχετίζεται με το μέγεθος του όγκου και οι παθολογικές τιμές μπορεί να είναι αρκετά υψηλές.
  • Συμπτώματα
    Στις περισσότερες γυναίκες, τα προλακτινώματα διαγιγνώσκονται όταν είναι μικρότερα (μικροαδενώματα, δηλαδή <1 εκατοστό η μεγαλύτερή τους διάσταση) και τα επίπεδα προλακτίνης μέτρια αυξημένα (50-300 ng/ml). Μία σχετικά μικρή αύξηση της προλακτίνης προκαλεί διαταραχές του κύκλου ή αμηνόρροια (και για αυτό συχνά διαγιγνώσκονται στο πλαίσιο διερεύνησης υπογονιμότητας) και γαλακτόρροια. Σε αντίθεση, στους άντρες, τα προλακτινώματα εντοπίζονται όταν μεγαλώσουν (μακροαδενώματα δηλαδή > 1 εκατοστό η μεγαλύτερή τους διάσταση), με επίπεδα προλακτίνης 500-1000 mg/ml! Οι περισσότεροι άντρες με προλακτίνωμα, θα έχουν κάποιο βαθμό ανεπάρκεια της υπόφυσης, βασικό σύμπτωμα της οποίας είναι ο υπογοναδισμός, δηλαδή η μείωση των επιπέδων των σεξουαλικών ορμονών. Τόσο οι άντρες όσο και οι γυναίκες εμφανίζουν μειωμένη σεξουαλική επιθυμία (libido) και παίρνουν βάρος, με χαρακτηριστική αύξηση του λιπώδους ιστού στη κοιλιακή χώρα. Στην περίπτωση μεγαλύτερων όγκων, μπορεί να εκδηλωθεί απώλεια όρασης με περιορισμό των οπτικών πεδίων (αμφικροταφική ημιανοψία), ελάττωση της οπτικής οξύτητας και πονοκέφαλος. Σπάνια, μπορεί να εμφανισθεί αιμορραγία εντός του όγκου, η λεγόμενη «αποπληξία» της υπόφυσης (πιθανότητα γύρω στο 8%, που αυξάνει ανάλογα με το μέγεθος και το ρυθμό αύξηση του μακροαδενώματος) και αυτό να εκδηλωθεί με την απότομη εμφάνιση πολύ έντονου πονοκεφάλου, με ναυτία και εμέτους, απώλεια όρασης και διπλωπία, οξεία υποφυσιακή ανεπάρκεια και πιθανόν λιποθυμία/πτώση επιπέδου συνείδησης.
  • Διάγνωση
    Τα προλακτινώματα τυπικά διαγιγνώσκονται εξαιτίας των προβλημάτων που δημιουργούν τα υψηλά επίπεδα προλακτίνης, όπως υπογοναδισμό (μείωση των επιπέδων των σεξουαλικών ορμονών) και πρόσληψη βάρους. Επίπεδα προλακτίνης άνω των 150-200 ng/ml οφείλονται σχεδόν πάντα στην παρουσία προλακτινώματος. Πρέπει να σημειωθεί πάντως πως μέτρια αύξηση των επιπέδων προλακτίνης (30-200 ng/ml) μπορεί να οφείλεται και σε άλλες καταστάσεις όπως εγκυμοσύνη, στρες, υποθυρεοειδισμό, νεφρική ή ηπατική ανεπάρκεια καθώς και φάρμακα (π.χ. αλοπεριδόλη, αντικαταθλιπτικά, βεραπαμίλη). Αυξημένα επίπεδα προλακτίνης μπορεί να προκληθούν και από συμπίεση του μίσχου της υπόφυσης, από κάποιον άλλης φύσεως όγκο της υπόφυσης ή μη λειτουργικό αδένωμα ή άλλο όγκο του εγκεφάλου πέριξ του μίσχου π.χ. μηνιγγίωμα. Δηλαδή, άλλα αδενώματα της υπόφυσης, κρανιοφαρυγγιώματα, κύστεις θυλάκου Rathke και κάποιοι όγκοι του εγκεφάλου μπορούν επίσης να προκαλέσουν μέτρια αύξηση των επιπέδων προλακτίνης (40-150 ng/ml). Τα προλακτινώματα μπορούν συνήθως να απεικονιστούν σε μαγνητική τομογραφία υπόφυσης πριν και μετά την ενδοφλέβια έγχυση παραμαγνητικής ουσίας-γαδολινίου. Στην περίπτωση μακροπρολακτινωμάτων, οι μεγάλοι αυτοί όγκοι εκτός από υπογοναδισμό, μπορεί να προκαλέσουν και άλλα συμπτώματα υποφυσιακής ανεπάρκειας, λόγω της συμπίεσης της υπόφυσης, όπως υποθυρεοειδισμό, συμπτώματα από την πτώση τιμών της κορτιζόλης, πονοκέφαλο ή απώλεια όρασης (από τη συμπίεση του οπτικού χιάσματος και των οπτικών νεύρων). Τέλος, όπως ήδη αναφέρθηκε, μερικά μεγάλα προλακτινώματα πρωτοδιαγιγνώσκονται μόνο όταν αιμορραγούν, καθώς έτσι αυξάνουν απότομα σε μέγεθος, κάτι που είναι γνωστό ως «υποφυσιακή αποπληξία».
  • Χειρουργική Θεραπεία
    Η χειρουργική είναι μία λογική πρώτη γραμμή θεραπείας σε ασθενείς με μικρά προλακτινώματα τα οποία δεν εισβάλλουν στο σηραγγώδη κόλπο και όταν τα επίπεδα προλακτίνης είναι κάτω των 250 mg/ml. Στους ασθενείς αυτούς, τα ποσοστά μακροπρόθεσμης ύφεσης αγγίζουν το 80 με 90%. Η διαρρινική ενδοσκοπική χειρουργική είναι επίσης αποτελεσματική στην μείωση των επιπέδων προλακτίνης στους ασθενείς όπου η καβεργολίνη δεν είναι ανεκτή. Στην περίπτωση χωροκατακτητικών, μικρών προλακτινωμάτων, όπου τα επίπεδα προλακτίνης είναι άνω των 1000 ng/ml, τα ποσοστά ίασης μετά τη χειρουργική επέμβαση είναι χαμηλά, της τάξεως του 30%. Για τον λόγο αυτό, στις περιπτώσεις αυτές, συνήθως προτιμούμε τη θεραπεία με καβεργολίνη. Παρόλα αυτά, εάν έχει επέλθει μείωση της όρασης σε σύντομο χρονικό διάστημα ή αν υπάρχουν ενδείξεις στη μαγνητική τομογραφία για υποξεία αιμορραγία ή εκφύλιση του όγκου, τότε έχει ένδειξη η ενδοκρινική χειρουργική για την αποσυμπίεση του όγκου. Λόγω της δυνατότητας που προσφέρει για βέλτιστη επισκόπηση του όγκου, η διαρρινική ενδοσκοπική προσέγγιση έχει γίνει η μέθοδος εκλογής για τη χειρουργική των αδενωμάτων της υπόφυσης, συμπεριλαμβανομένων των προλακτινωμάτων που δεν έχουν ανταπόκριση στη θεραπεία με καβεργολίνη. Επίσης, η συγκεκριμένη τεχνική έρχεται να δώσει λύση και στην πιθανή ρινόρροια ΕΝΥ που προκαλείται κάποιες φορές μετά από αρχική φαρμακευτική αντιμετώπιση προλακτινώματος.
  • Φαρμακευτική Θεραπεία
    Γενικά, η πρώτη γραμμή θεραπείας για ασθενείς με προλακτίνωμα είναι η φαρμακευτική θεραπεία παρά η χειρουργική. Περίπου 80 με 85% των ασθενών θα έχουν φυσιολογικά επίπεδα προλακτίνης μετά από θεραπεία με αγωνιστές της ντοπαμίνης και πολλοί θα έχουν σημαντική συρρίκνωση του όγκου. Ο πιο κοινά χρησιμοποιούμενος παράγοντας είναι η καβεργολίνη, η οποία έχει αντικαταστήσει τη βρωμοκρυπτίνη ως το φάρμακο εκλογής, αφού έχει υψηλότερο ποσοστό επιτυχίας και λιγότερες ανεπιθύμητες ενέργειες. Στις περισσότερες γυναίκες, μετά από θεραπεία, επανέρχεται ο κύκλος τους στο φυσιολογικό και μπορεί να ανακτήσουν τη γονιμότητά τους. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων συμβαίνει συρρίκνωση του όγκου, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την άμεση βελτίωση της όρασης και την ύφεση του πονοκεφάλου. Η καβεργολίνη έχει το πλεονέκτημα ότι μπορεί να χορηγείται δύο φορές τη βδομάδα και έχει λιγότερες ανεπιθύμητες ενέργειες από τη βρωμοκρυπτίνη. Έχει φανεί επίσης αποτελεσματική στην περίπτωση ασθενών όπου η βρωμοκρυπτίνη δεν επιτυγχάνει τον έλεγχο της νόσου. Η αρχική δόση είναι συνήθως 0,5 mg δύο φορές τη βδομάδα. H δόση μπορεί να αυξηθεί και έως 1 mg δύο φορές την εβδομάδα. Η βρωμοκρυπτίνη χρησιμοποιείται σήμερα όλο και σπανιότερα και συνήθως ξεκινούμε με μία χαμηλή δόση 2,5 mg ανά ημέρα, προκειμένου να αποφευχθούν ανεπιθύμητες ενέργειες. H δόση στη συνέχεια αυξάνεται προοδευτικά σε διάστημα αρκετών ημερών ή εβδομάδων με μέγιστο δόσης τα 10 mg ημερησίως. Πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι η μακροχρόνια χρήση υψηλών δόσεων καβεργολίνης ή βρωμοκρυπτίνης μπορεί να οδηγήσει σε βαλβιδοπάθεια. Αν και ο κίνδυνος είναι σχετικά μικρός με τις συνήθεις δόσεις των φαρμάκων, παραμένει υπαρκτός. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στη σύσταση πριν από την έναρξη οποιασδήποτε φαρμακευτικής θεραπείας για αντιμετώπιση πιθανού προλακτινώματος (μακρο-ή μικρο-) να πραγματοποιείται ΠΑΝΤΑ μαγνητική τομογραφία υπόφυσης (ή όπως αλλιώς λέγεται τουρκικού εφιππίου) πριν και μετά την ενδοφλέβια έγχυση παραμαγνητικής ουσίας-γαδολινίου και ο ασθενής να συμβουλεύεται έμπειρο Νευροχειρουργό που ασχολείται με τη χειρουργική της Υπόφυσης και της Βάσης Κρανίου. Πολλές φορές κρίνεται σκόπικη η χειρουργική αντιμετώπιση για πολύ συγκεκριμένους λόγους που αναλύονται λεπτομερώς στον ασθενή, π.χ. πιθανότητα ρινόρροιας ΕΝΥ μετά από φαρμακευτική αντιμετώπιση ή ινώδους εκφύλισης αδενωμάτος μετά φαρμακευτική αντιμετώπιση και που θα καταστήσουν δυσχερή τη χειρουργική αντιμετώπιση σε δεύτερο χρόνο, εάν αυτή κριθεί αναγκαία.
  • Ακτινοχειρουργική και Στερεοτακτική Ακτινοθεραπεία
    Καθώς οι περισσότεροι ασθενείς ανταποκρίνονται καλά στη θεραπεία με αγωνιστές ντοπαμίνης και/ή χειρουργική επέμβαση, σπάνια χρησιμοποιούνται οι 2 παραπάνω μέθοδοι ακτινοβόλησης και συνήθως σε περιπτώσεις υποτροπής ή/και αδυναμίας εφαρμογής ή/και αναποτελεσματικότητας των φαρμάκων και των χειρουργείων.