Μη Λειτουργικά Αδενώματα

Τα μη λειτουργικά αδενώματα της υπόφυσης είναι καλοήθεις όγκοι της υπόφυσης που τυπικά προκαλούν πονοκέφαλο, απώλεια όρασης ή δυσλειτουργία της υπόφυσης.
  • Εισαγωγή
    Τα μη λειτουργικά/μη εκκριτικά αδενώματα είναι όγκοι της υπόφυσης που δεν παράγουν κάποια ορμόνη (ή μάλλον καλύτερα παράγουν μια κάποια ουσία που πιθανώς είναι πρόδρομη μορφή μιας ορμόνης, που όμως δεν δρα ως ορμόνη στον οργανισμό). Τα συμπτώματα που προκαλούν τυπικά σχετίζονται με την πίεση που ασκούν, αφού μπορεί να πιέζουν τον αδένα της υπόφυσης και τις δομές που βρίσκονται κοντά στην υπόφυση, όπως το οπτικό χίασμα και τα οπτικά νεύρα, τον υποθάλαμο και την τρίτη κοιλία.
  • Συμπτώματα
    Τυπικά συμπτώματα ασθενών με μη λειτουργικά αδενώματα είναι ο υποϋποφυσισμός, η απώλεια όρασης και ο πονοκέφαλος. Ο υποϋποφυσισμός μπορεί να εκδηλωθεί σαν κόπωση, μειωμένη πνευματική απόδοση, πρόσληψη βάρους, ληθαργικότητα, πόνο στις αρθρώσεις, ελάττωση της σεξουαλικής επιθυμίας (libido), υπογονιμότητα και διαταραχές του κύκλου ή αμηνόρροια στις γυναίκες. Όλα σχεδόν τα μη λειτουργικά αδενώματα που προκαλούν συμπτώματα είναι μακροαδενώματα, δηλαδή >1 εκατοστό η μεγαλύτερη τους διάσταση. Κάποιες φορές, γίνονται αρκετά μεγάλα, διεισδύουν στον σηραγγώδη κόλπο και προκαλούν πίεση στα οφθαλμοκινητικά νεύρα (κοινό κινητικό, τροχιλιακό και απαγωγό) και διπλωπία. Σπάνια, μπορεί να εμφανισθεί αιμορραγία εντός του όγκου, η λεγόμενη «αποπληξία» της υπόφυσης (πιθανότητα γύρω στο 8% που αυξανει ανάλογα με το μέγεθος και το ρυθμό αύξηση του μακροαδενώματος) και αυτό να εκδηλωθεί, λόγω της απότομης αύξησης του μεγέθους του όγκου, ως πολύ έντονος πονοκέφαλος, ναυτία και έμετοι, απώλεια όρασης και διπλωπία, οξεία υποφυσιακή ανεπάρκεια και πιθανόν λιποθυμία/πτώση επιπέδου συνείδησης.
  • Διάγνωση
    Τα μη λειτουργικά αδενώματα διαγιγνώσκονται με απεικονιστικές μεθόδους και ορμονικά τεστ. Η μαγνητική τομογραφία της υπόφυσης δείχνει ένα μακροαδένωμα, το οποίο βέβαια είναι, στις περισσότερες περιπτώσεις ορατό και σε μία μαγνητική ή αξονική τομογραφία εγκεφάλου. Η μαγνητική τομογραφία υπόφυσης (ή αλλιώς τουρκικού εφιππίου) γίνεται πριν και μετά την ενδοφλέβια έγχυση παραμαγνητικής ουσίας - γαδολινίου. Οι ορμονικές δοκιμασίες είναι επίσης χρήσιμες στον αποκλεισμό της υποφυσιακής αναπάρκειας (υποϋποφυσισμός). Γενικά απαιτείται ένας ολοκληρωμένος έλεγχος της ορμονικής λειτουργίας της υπόφυσης, τον οποίο συνήθως διενεργεί ένας Ενδοκρινολόγος.
  • Χειρουργική Θεραπεία
    Η Διαρινική Ενδοσκοπική Διασφηνοειδική Χειρουργική είναι η πρώτη γραμμή χειρουργικής θεραπείας, ενώ η υποχειλική μικροσκοπική διασφηνοειδική την εναλλακτική (η επιλογή της κατάλληλης προσπέλασης κρίνεται με γνώμονα τον κάθε ασθενή ξεχωριστά ανά περίπτωση) για τα συμπτωματικά μη λειτουργικά αδενώματα καθώς και για τα περισσότερα αδενώματα που διαπιστώνονται τυχαία στα πλαίσια απεικονιστικού ελέγχου και έχουν μέγεθος άνω των 15 mm, ιδιαίτερα αν πιέζονται τα οπτικά νεύρα ή το οπτικό χίασμα. Λόγω της δυνατότητας καλύτερης επισκόπησης του όγκου, η διαρινική ενδοσκοπική τεχνική έχει γίνει η μέθοδος εκλογής για την αφαίρεση όγκων της υπόφυσης, συμπεριλαμβανομένων των μη λειτουργικών αδενωμάτων. Η μακροχρόνια ύφεση ή ίαση επιτυγχάνεται σε ποσοστό 70-80%. Η πλήρης αφαίρεση του όγκου είναι πιο πιθανή στην περίπτωση μικρότερων αδενωμάτων που δεν διεισδύουν στον σηραγγώδη κόλπο ή τη βάση του κρανίου. Τα ποσοστά μακροπρόθεσμης ύφεσης είναι μικρότερα στην περίπτωση μεγαλύτερων (>3 cm) ή χωροκατακτητικών αδενωμάτων. Η όραση βελτιώνεται στο 75-90% των ασθενών ενώ οι πονοκέφαλοι σταματούν στο 80% των περιπτώσεων. Η υποφυσιακή λειτουργία βελτιώνεται στο 20-50% των ασθενών, ενώ ο κίνδυνος νέας υποφυσιακής ανεπάρκειας είναι μικρότερος από 5%. Οι ασθενείς στους οποίους τα επίπεδα ορμονών δεν επιστρέφουν στα φυσιολογικά επίπεδα μετά την επέμβαση πρέπει να λαμβάνουν τις ορμόνες φαρμακευτικά. Σημαντικές μετεγχειρητικές επιπλοκές όπως απώλεια όρασης, αιμορραγία, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, ρινόρροια εγκεφαλονωτιαίου υγρού και μηνιγγίτιδα είναι σπάνιες και πρακτικά ελαχιστοποιούνται όταν η επέμβαση διενεργείται από μία έμπειρη και εξειδικευμένη ομάδα χειρουργών όπως η δική μας. Λόγω της εξαιρετικής πανοραμικής εικόνας που λαμβάνεται μέσω του ενδοσκοπίου, σπάνια (σε λιγότερο από 1% των ασθενών) απαιτείται κρανιοτομία για την αφαίρεση ειδικών περιπτώσεων αδενώματος της υπόφυσης και συνήθως σε συνδυσμό με διασφηνοειδική προσπέλαση.
  • Ακτινοχειρουργική και Στερεοτακτική Ακτινοθεραπεία
    Σε ασθενείς με υπολειπόμενο όγκο μετά από χειρουργική επέμβαση μπορεί να απαιτηθεί στοχευμένη ακτινοβόληση του όγκου για να ελεγχθεί το μέγεθός του. Και οι δύο μέθοδοι αναστέλλουν την ανάπτυξη του αδενώματος σε ποσοστό 85-90% των ασθενών σε βάθος 2ετίας. Παρόλα αυτά μπορεί να προκαλέσουν υποφυσιακή ανεπάρκεια σε 5-10 έτη. Γενικά, θεωρούνται πολύ ασφαλείς και αποτελεσματικές μέθοδοι στην περίπτωση που η χειρουργική επέμβαση δεν ελέγξει πλήρως τη νόσο. Σπάνιες επιπλοκές είναι η απώλεια όρασης και η πρόκληση βλάβης στον κροταφικό λοβό.
  • Φαρμακευτική Θεραπεία
    Δεν υπάρχουν φάρμακα που να μπορούν να ελέγξουν αποτελεσματικά την αύξηση του μεγέθους των μη λειτουργικών αδενωμάτων και γι' αυτό η φαρμακευτική θεραπεία δεν αποτελεί στην παρούσα φάση θεραπευτική επιλογή, στην περίπτωση των μη λειτουργικών αδενωμάτων της υπόφυσης.